- εξάμβλυνση
- [-ις (-εως)] η прям. , перен. притупление, ослабление; смягчение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάμβλυνση — η 1. μεταβολή ενός αντικειμένου από μυτερό σε αμβλύ 2. εξασθένηση, χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek